- κρεβάτα
- και κρεββάτα, η1. μεγάλο κρεβάτι2. ξύλινη σχάρα πάνω στην οποία γίνεται αποξήρανση καρπών ή φύλλων3. το υποστήριγμα τής κληματαριάς4. υπερυψωμένη υπαίθρια αγροτική κατασκευή με ξύλα και καλάμια που χρησιμοποιείται για ύπνο τις θερμές μέρες τού καλοκαιριού.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεβ(β)άτι + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. κεφάλ-α)].
Dictionary of Greek. 2013.