κρεβάτα

κρεβάτα
και κρεββάτα, η
1. μεγάλο κρεβάτι
2. ξύλινη σχάρα πάνω στην οποία γίνεται αποξήρανση καρπών ή φύλλων
3. το υποστήριγμα τής κληματαριάς
4. υπερυψωμένη υπαίθρια αγροτική κατασκευή με ξύλα και καλάμια που χρησιμοποιείται για ύπνο τις θερμές μέρες τού καλοκαιριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεβ(β)άτι + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. κεφάλ-α)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Marika Krevata — Marika Kotopouli Μαρίκα Κρεβατά Born 1910 Athens, Greece Died September 14, 1994 …   Wikipedia

  • κρέβατος — και κρέββατος (Μ κρέβατος) 1. μεγάλο κρεβάτι 2. νεκροκρέβατο, φέρετρο νεοελλ. κρεβάτα για ύπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεβάτι + μεγεθ. κατάλ. ος (πρβλ. κόμματ ος, μούλαρ ος)] …   Dictionary of Greek

  • κρεβάτι — Έπιπλο πάνω στο οποίο κοιμάται ή αναπαύεται κάποιος. Το κ. αποτελείται από ένα μεταλλικό ή ξύλινο πλαίσιο, στηριζόμενο συνήθως σε τέσσερα πόδια, στο οποίο προσαρμόζεται ένα πλέγμα (σούστα) –μεταλλικό κατά κύριο λόγο– που αποτελεί και τη βάση του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”